ἀτόκιον

ἀτόκιον
ἀτόκιος
causing barrenness
masc/fem acc sg
ἀτόκιος
causing barrenness
neut nom/voc/acc sg
ἀ̱τόκιον , ἀτοκέω
not to bring forth
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱τόκιον , ἀτοκέω
not to bring forth
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀτοκέω
not to bring forth
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀτοκέω
not to bring forth
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ατόκιο — Φάρμακο που προκαλεί στείρωση στη γυναίκα. Εισάγεται και παραμένει στον κόλπο της μήτρας, παρεμποδίζοντας τη γονιμοποίηση, είτε με την καταστροφή του σπέρματος πριν έλθει σε επαφή με το ωάριο, είτε με αλλοίωση του ωαρίου. * * * το (Α ἀτόκιον) βλ …   Dictionary of Greek

  • ατόκιος — ἀτόκιος, ία, ον (Α) [ατοκία] αυτός που προκαλεί ατοκία, στειρότητα (το ουδ. και νεοελλ.) ατόκιο, το (Α ἀτόκιον) φάρμακο που προκαλεί ατοκία, στείρωση σκόνη ή αλοιφή που εισάγεται στον κόλπο της γυναίκας και επιφέρει διακοπή της κύησης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”